- αναρίθμητος
- -η, -ο (Α ἀναρίθμητος, -ον) [αριθμώ]αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, πολύςαρχ.αυτός που δεν είναι άξιος υπολογισμού, ο ασήμαντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναρίθμητος — not to be counted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρίθμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος: Aναρίθμητα πλήθη δούλων εργάστηκαν για την κατασκευή των πυραμίδων της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀναρίθμητος — ἀναρίθμητος , ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτως — ἀναρίθμητος not to be counted adverbial ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμητον — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc sg ἀναρίθμητος not to be counted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτοις — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτοισι — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτου — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτους — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτων — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut gen pl ἀναριθμέομαι reckon up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀναριθμέομαι reckon up pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)